Η μελανή κηλίδωση (αναφέρεται και ως μαύρη κηλίδωση), είναι από τις πιο διαδεδομένες ασθένειες της τριανταφυλλιάς, σε παγκόσμια κλίμακα. Προκαλεί σημαντικά προβλήματα, διότι μειώνεται η φωτοσυνθετική λειτουργία των φυτών, τα φύλλα εξασθενούν και τελικά πέφτουν.

Η ασθένεια οφείλεται στο μύκητα Diplocarpon rosae (Ασκομύκητας), με ατελή μορφή τον Marssonina rosae (Αδηλομύκητας). Η ατελής μορφή του παθογόνου είναι αυτή που κυρίως προσβάλλει την τριανταφυλλιά, ενώ η τέλεια μορφή του μύκητα εμφανίζεται σπάνια. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται κατά την άνοιξη, στο πάνω μέρος του ελάσματος των φύλλων που σχηματίζονται μελανές κηλίδες. Οι κηλίδες αυτές έχουν διάμετρο από 2 mm. έως  12 mm. και είναι σχεδόν κυκλικές. Επιπλέον, όσο αυτές αναπτύσσονται ενώνονται με διπλανές κηλίδες με αποτέλεσμα να καλύπτεται σχεδόν ολόκληρη η επιφάνεια του ελάσματος από αυτές. Γύρω από τις κηλίδες το φύλλο κιτρινίζει. Τα φύλλα εξασθενούν πολύ και τελικά πέφτουν από το φυτό. Κηλίδες επίσης, μπορεί να εμφανισθούν σε πολύ μικρότερη συχνότητα στους ετήσιους βλαστούς και τα άνθη.

Ο μύκητας διαχειμάζει στα ήδη προσβεβλημένα φύλλα, βλαστούς κι οφθαλμούς καθώς και στα πεσμένα φύλλα που βρίσκονται στο έδαφος. Οι πρωτογενείς μολύνσεις γίνονται με τα σπόρια (κονίδια) του μύκητα, που μεταφέρονται με τη βροχή και τον άνεμο. Επιπλέον, ο μύκητας μπορεί να διαδοθεί με τα έντομα και τα εργαλεία. Η ασθένεια αναπτύσσεται σε θερμοκρασίες 15-27οC (με άριστη τους 24οC) και υψηλή σχετική υγρασία.

Η αντιμετώπιση της ασθένειας προϋποθέτει αφαίρεση και απομάκρυνση των προσβεβλημένων φύλλων και καθάρισμα της επιφάνειας του εδάφους που μπορεί να βρίσκονται παλιά, πεσμένα φύλλα. Επιπλέον, θα πρέπει να γίνεται συστηματικό κλάδεμα και αραίωμα των φυτών για μείωση της υγρασίας. Τέλος, το πότισμα θα πρέπει να γίνεται προσεκτικά έτσι ώστε να μην βρέχονται τα φύλλα.