Κ.Κ.: Πόσο πίσω στην ιστορία της αρχιτεκτονικής αλλά και της κηποτεχνίας θα πρέπει να ανατρέξουμε για να συναντήσουμε την πρώτη χρήση φυτοδωμάτων στον ιστό μιας πόλης;
Π. Ν.: Τα φυτοδώματα εμφανίζονται στο αστικό τοπίο από τις τελευταίες κιόλας δεκαετίες του 1800, συνήθως ως εξωτερικοί χώροι ξενοδοχείων. Στη συνέχεια λόγω των δύο παγκόσμιων πόλεμων αναλαμβάνουν δράση ως συστήματα κάλυψης και απόκρυψης για τα υπόστεγα των αεροπλάνων στη Βρετανία. Μετά το τέλος του 2ου παγκόσμιου πόλεμου τα φυτοδώματα καταλαμβάνουν χώρους σε κατοικίες, εμπορικά ή επαγγελματικά συγκροτήματα, ουρανοξύστες και σε οποιαδήποτε ακάλυπτη κτιριακή επιφάνεια, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Αν και σήμερα πολλοί θεωρούν ότι η φυτοκάλυψη κτιριακών επιφανειών είναι μια σύγχρονη μεθοδολογία, αυτή χρησιμοποιείται από τα αρχαία χρόνια (Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνας), καθώς επίσης και κατά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση ιδιαίτερα από τους Βενεδικτίνους μοναχούς. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν ευρέως στη Νορβηγία αλλά και από τους αποίκους της Αμερικής ως συστήματα στέγης, λόγω των θερμομονωτικών χαρακτηριστικών του εδάφους το οποίο σταθεροποιούνταν πάνω στη στέγη με τη φύτευση γρασιδιών.
Κ.Κ.: Ποια είναι τα κυριότερα οφέλη που μπορούμε να αποκομίσουμε από τη χρήση ενός σωστά σχεδιασμένου φυτοδώματος;
Π. Ν.: Θεωρώ ότι η δημιουργία φυτοδωμάτων αποτελεί μια περιβαλλοντικά υπεύθυνη προσέγγιση για τη βελτίωση των υποβαθμισμένων αστικών τοπίων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η χρήση τους νομιμοποιεί την αλόγιστη, άναρχη και υπέρμετρη οικοδόμηση που παρατηρείται τα τελευταία 60 χρόνια στην Ελλάδα, εξαλείφοντας τους ελεύθερους και πράσινους αστικούς χώρους. Τα πλεονεκτήματα από την εγκατάσταση των φυτοδωμάτων μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε περιβαλλοντικά, αισθητικά, κοινωνικά και οικονομικά. Στα περιβαλλοντικά συμπεριλαμβάνονται η μείωση των θερμικών εντάσεων, μείωση του φαινομένου της θερμικής αστικής νησίδας, καθώς και μείωση και χρονική καθυστέρηση του ρυθμού αποστράγγισης των όμβριων υδάτων. Μπορούν να αποτελέσουν οικολογικές νησίδες, οι οποίες θα διευκολύνουν την επανεγκατάσταση χλωρίδας και πανίδας εντός των αστικών κέντρων, ιδιαίτερα εάν δημιουργήσουν υπέργειους οικολογικούς διαδρόμους, οι οποίοι θα συνδέσουν το πράσινο των αστικών κέντρων με τους γειτνιάζοντες με την πόλη πράσινους όγκους. Ταυτόχρονα αυξάνουν την ατμοσφαιρική υγρασία, ενώ υπάρχουν και αναφορές για μείωση της ηχητικής όχλησης και της διερχόμενης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Εκτός από τα περιβαλλοντικά οφέλη, τα φυτοδώματα βελτιώνουν την αισθητική του αστικού τοπίου, συνεισφέροντας στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των κατοίκων, ενώ αυξάνουν και την κοινωνικοποίησή τους όταν και όπου χρησιμοποιούνται ως χώροι συνάθροισης. Τέλος, υπάρχουν και οικονομικά οφέλη καθώς εξασφαλίζεται η μακροζωία των υλικών του δώματος και αυξάνεται η αξία του ακινήτου αλλά και των γειτνιαζόντων με αυτό κτιρίων.
Κ.Κ.: Ποια θα λέγατε πως είναι τα βασικότερα κριτήρια για το σχεδιασμό ενός σύγχρονου φυτοδώματος, απόλυτα σύμφωνου με τις τελευταίες επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής μας;
Π. Ν.: Θα έλεγα ότι τα κριτήρια σχεδιασμού ενός φυτοδώματος συμπίπτουν με τα γενικότερα κριτήρια που αφορούν την Αρχιτεκτονική και το Σχεδιασμό του Τοπίου. Θα πρέπει δηλαδή να ληφθούν υπόψη η μορφή, το σχήμα και το ύφος του κτιρίου, το ευρύτερο τοπίο, η θέαση από και προς το φυτεμένο δώμα, οι μικροκλιματικές συνθήκες καθώς και οι ανάγκες και απαιτήσεις των τελικών χρηστών. Επιπλέον κριτήρια για το σχεδιασμό των φυτοδωμάτων, αποτελούν η στατική αντοχή του κτιρίου, την οποία ο μελετητής του φυτοδώματος οφείλει να παραλαμβάνει εγγράφως από τον υπεύθυνο μηχανικό, ενώ οι σύγχρονες τάσεις σχεδιασμού προτείνουν τη χρήση αυτοφυών φυτών με βιώσιμη ανάπτυξη σε συστήματα φυτοδωμάτων, τη συλλογή όμβριων υδάτων και την ανακύκλωση του νερού σε κτιριακό επίπεδο προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για διάφορες κτιριακές λειτουργίες και την άρδευση του φυτοδώματος και τη χρήση εξειδικευμένων υποστρωμάτων με κατάλληλα εδαφοβελτιωτικά. Τέλος, ο σχεδιασμός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του και να προσδιορίζει με ακρίβεια την εισροή όλων των φυσικών πόρων, όπως είναι για παράδειγμα το νερό.
Κ.Κ.: Θα θέλατε να αναφερθούμε στα προβλήματα που μπορεί να συναντήσουμε στην εγκατάσταση αλλά και τη διαχείριση ενός φυτοδώματος;
Π. Ν.: Τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπιστούν κατά την εγκατάσταση ενός φυτοδώματος διαχωρίζονται σε επιπόλαια, όπως είναι η περιορισμένη δυνατότητα πρόσβασης και ανάβασης των υλικών στο δώμα ή και σε σημαντικά, τα οποία περιλαμβάνουν την αστοχία της υγρομόνωσης, εμφάνιση κηλίδων από μύκητες (μούχλα) στην οροφή των ανώτατων διαμερισμάτων και την επικινδυνότητα από πτώσεις υλικών ή εργαζομένων κατά την κατασκευή ή τη διαχείριση. Παρ’ όλα αυτά, η χρήση και εφαρμογή σύγχρονων υλικών και μεθοδολογιών από εξειδικευμένα συνεργεία εξασφαλίζει την εξάλειψη όλων των προαναφερθέντων προβλημάτων. Έτσι τα διάφορα υλικά μπορούν να μεταφερθούν με κατάλληλο εξοπλισμό (αναβατώρια), ενώ το υπόστρωμα μεταφέρεται με ειδική πρέσα ώστε να μη χρειάζεται να αναμειχθεί επί του φυτοδώματος. Το εργατικό προσωπικό οφείλει να είναι εκπαιδευμένο, ώστε να προστατέψει όλες τις διαστρώσεις του φυτοδώματος, ενώ όταν οι συνθήκες το απαιτούν χρησιμοποιούνται ιμάντες ασφαλείας.
Γενικά για την αποφυγή οποιουδήποτε προβλήματος, συστήνεται: α) η στεγανοποίηση του κελύφους να γίνεται αμέσως πριν την εγκατάσταση του φυτοδώματος και όχι σε προγενέστερο στάδιο, ώστε να αποφευχθούν τυχόν ζημίες των υποκείμενων διαστρώσεων θερμομόνωσης και υδατοστεγάνωσης, β) να χρησιμοποιείται φράγμα υδρατμών για την αποφυγή της εμφάνισης μυκήτων εντός των διαμερισμάτων και γ) η εγκατάσταση και διαχείριση του φυτοδώματος να ανατίθεται σε επαγγελματίες, οι οποίοι θα εγγυώνται γραπτώς την καλή λειτουργία του συνόλου του φυτοδώματος (θερμομόνωση, στεγανοποίηση, βιωσιμότητα φυτικού υλικού, εξοικονόμηση φυσικών πόρων) για όσο το δυνατό μεγαλύτερη χρονική διάρκεια.
Κ.Κ.: Για ποιους λόγους τα φυτοδώματα δεν έχουν την εξάπλωση που θα αναμενόταν σε μια χώρα όπως είναι η Ελλάδα;
Π. Ν.: Το κυρίαρχο πρόβλημα υπήρξε η για δεκαετίες άρνηση και αδυναμία της πολιτείας να παρέχει κίνητρα εγκατάστασης φυτοδωμάτων στα αστικά κέντρα. Άλλες χώρες είτε επιδοτούν, είτε φοροαπαλλάσσουν, είτε υποχρεώνουν με νομοθετήματα την κατασκευή φυτοδωμάτων. Το δεύτερο πρόβλημα έγκειται στην ύπαρξη πολλαπλών ιδιοκτητών και ενοίκων ανά κτίριο/πολυκατοικία, οι οποίοι μη έχοντας κίνητρα, αδυνατούν να συμφωνήσουν σε μία κοινή και λογική απόφαση. Επιπλέον υπάρχει έλλειψη προδιαγραφών και οδηγιών μελέτης και κατασκευής, καθώς μέχρι σήμερα χρησιμοποιούνται πρότυπα γερμανικής προέλευσης, τα οποία έχουμε αποδείξει ερευνητικά ότι οφείλουν να τροποποιούνται και να προσαρμόζονται όταν προορίζονται για περιοχές διαφορετικές από αυτές για τις οποίες δημιουργήθηκαν. Το πρόβλημα των προδιαγραφών διογκώνεται και από την έλλειψη χρηματοδότησης της έρευνας σχετικά με τα φυτοδώματα στον ελλαδικό χώρο.
Υπό την έλλειψη προδιαγραφών και οδηγιών δημιουργούνται και άλλα προβλήματα καθώς δεν υπάρχουν πιστοποιημένοι επαγγελματίες, ώστε οι καταναλωτές να απευθύνονται μόνο σε αυτούς και να τους παρέχονται οι απαραίτητες εγγυήσεις «καλής εκτέλεσης». Αντίθετα τα τελευταία χρόνια παρατηρείται το ξαφνικό φαινόμενο της ύπαρξης πολλών «ειδικών», οι οποίοι κατασκευάζουν απλά κακοτεχνίες χωρίς μάλιστα καμία επίπτωση κατά την αποτυχία και αστοχία των κατασκευών τους.
Ως δευτερεύοντα προβλήματα θεωρώ: α) την έλλειψη κατανόησης της συγκεκριμένης τεχνολογίας από αρκετούς μελετητές και κατασκευαστές, οι οποίοι αρκούνται στην καθοδήγηση που τους παρέχεται από διάφορες εταιρείες, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό τις εφαρμογές και δημιουργώντας μονότονα και μη ελκυστικά σχεδιαστικά αποτελέσματα, β) την κατάληψη του χώρου του δώματος από πολλαπλές άλλες χρήσεις (εξαερισμοί, ψυκτικά μηχανήματα, κεραίες, κ.ά.) και γ) την έλλειψη δεδομένων για τη χρήση της αυτοφυούς ελληνικής χλωρίδας και τις αντοχές της στις καταπονήσεις που υφίσταται το φυτικό υλικό στα φυτοδώματα.
Κ.Κ.: Τι προτείνετε για να βελτιωθεί ο ρυθμός εγκατάστασης των φυτοδωμάτων στον ελλαδικό χώρο;
Π. Ν.: Θα πρότεινα την άμεση ένταξη διατάξεων στο Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό (ΓΟΚ) όπου θα είναι υποχρεωτική η εγκατάσταση ελάχιστης επιφάνειας φυτοδώματος ίσης με το 35-40% της επιφάνειας του δώματος με ταυτόχρονη διαμόρφωση φυτοκάλυψης του περιβάλλοντος χώρου των κτιρίων. Η μελέτη και η κατασκευή θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με σύγχρονες προδιαγραφές που θα θεσπίσει το ΥΠΕΚΑ και οφείλει να διεξάγεται και να ελέγχεται μόνο από πιστοποιημένους επαγγελματίες. Θεωρώ εξίσου σημαντική τη θέσπιση φοροαπαλλαγών ή διευκολύνσεων στις περιπτώσεις όπου εγκαθίσταται μεγαλύτερη επιφάνεια φυτοδώματος από την ελάχιστη, η οποία θα προσδιορίζεται από το ΓΟΚ. Ταυτόχρονα απαιτείται και η δημιουργία νομοθετικού πλαισίου για τις ευθύνες και εγγυήσεις των μελετητών και των κατασκευαστών των φυτοδωμάτων προς τους τελικούς χρήστες. Στο σημείο αυτό μία συνέργεια και συνεργασία με ασφαλιστικές εταιρείες κτιριακών υποδομών θα αποτελούσε την πιο κρίσιμη και θετική καμπή στο θέμα των φυτοδωμάτων. Όλα τα παραπάνω και σε συνδυασμό με μία ενημερωτική καμπάνια θα μπορέσουν άμεσα να άρουν τις επιφυλάξεις και τη διστακτικότητα των τελικών χρηστών στο να εγκαταστήσουν φυτοδώματα στα κτίριά τους, βελτιώνοντας το ρυθμό εγκατάστασής τους στην Ελλάδα.
Κ.Κ.: Ποιο είναι κατά προσέγγιση το κόστος ενός φυτοδώματος σ’ ένα κτίριο και ποια η χρονική απόσβεσή του;
Π. Ν.: Το κόστος εξαρτάται και μεταβάλλεται σημαντικά τόσο μεταξύ των διαφόρων τύπων αλλά και εντός του κάθε τύπου φυτοδώματος. Όπως είναι κατανοητό τα εκτατικά φυτοδώματα είναι απλούστερες κατασκευές και κατά πολύ οικονομικότερα από τα εντατικά. Το κόστος όμως μεταβάλλεται σημαντικά και εντός της κάθε κατηγορίας, καθώς για παράδειγμα, τα εκτατικά μπορεί να έχουν αύξηση έως και 80% σε περίπτωση που διπλασιαστεί το βάθος του υποστρώματος. Θα έλεγα ότι το κόστος κατασκευής ενός εκτατικού φυτοδώματος μεταβάλλεται από 80-100 € m-2 δίχως φόρους και χωρίς να προϋπολογίζεται το κόστος θερμομόνωσης και υδατοστεγάνωσης, το οποίο ούτως ή άλλως εγκαθίσταται στα κελύφη των κτιρίων. Το αντίστοιχο μέσο κόστος στις ΗΠΑ για εκτατικά φυτοδώματα είναι 80 € m-2, ενώ στη Γερμανία μόλις 45-60 € m-2. Η διαφορά των τιμών σε σύγκριση με τη Γερμανία οφείλεται στο τεράστιο μέγεθος της γερμανικής αγοράς, όπου υφίσταται έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει και αυξημένος κύκλος εργασιών (τζίρος), ο οποίος επιτρέπει τη μείωση του ποσοστού κέρδους των εταιρειών. Επίσης η διαφορά κόστους εγκατάστασης των φυτοδωμάτων σε σύγκριση με τη Γερμανία, οφείλεται και στο γεγονός ότι αρκετά από τα υλικά των φυτοδωμάτων είναι εισαγόμενα στην Ελλάδα και άρα το κόστος τους είναι επιβαρημένο.
Σε αντίθεση με τα εκτατικά, το κόστος των εντατικών φυτοδωμάτων διαφοροποιείται ανάλογα: α) με το βάθος του υποστρώματος, β) τις υποδομές (αρδευτικό σύστημα, ηλεκτροφωτισμό κ.ά.), γ) τον εξοπλισμό, όπως είναι οι διάφορες κατασκευές (πέργολες, υδατοκατασκευές, φωτιστικά, καθιστικά κ.ά.) και δ) το είδος της φυτοκάλυψης καθώς δένδρα μεγάλου μεγέθους αυξάνουν το κόστος. Το κόστος ενός εντατικού φυτοδώματος ξεκινάει από 120 € m-2 περίπου, ενώ όπως γίνεται κατανοητό από την παραπάνω ανάλυση δεν υπάρχει συγκεκριμένο ανώτατο όριο.
Η χρονική απόσβεση ενός φυτοδώματος με κόστος κατασκευής 80 € m-2 υπολογίζεται σε 10 περίπου έτη υπολογίζοντας την εξοικονόμηση από τη μακροζωία των υλικών της στέγης και την εξοικονόμηση από την κτιριακή ενέργεια. Όμως στην απόσβεση αυτή είναι δύσκολο να συμπεριληφθούν και όλα τα περιβαλλοντικά οφέλη των φυτοδωμάτων που προαναφέρθηκαν. Ως παράδειγμα αναφέρεται η απόφαση πόλεων της Γερμανίας, του Καναδά και των ΗΠΑ να επιχορηγούν την κατασκευή φυτοδωμάτων, καθώς η εγκατάστασή τους μείωνε τα πλημμυρικά συμβάντα και τους επέτρεπε να υποδιαστασιολογούν τους δημοτικούς αγωγούς των όμβριων υδάτων.
Κ.Κ.: Πιστεύετε πως τα κτίρια των πόλεων μπορούν να παίξουν έναν ιδιαίτερο ρόλο στην αντιμετώπιση της ενεργειακής, οικονομικής και περιβαλλοντικής κρίσης των τελευταίων χρόνων;
Π. Ν.: Όλοι οι επαγγελματικοί κλάδοι που συμμετέχουν στη μελέτη και κατασκευή των κτιρίων οφείλουν να αλλάξουν τη νοοτροπία και τον τρόπο σκέψης και σύλληψης του κτιριακού σχεδιασμού καθώς τα ίδια τα κτίρια αποτελούν έναν από τους πρωταίτιους, τόσο για την οπτική υποβάθμιση των σύγχρονων αστικών κέντρων, όσο και για τα περιβαλλοντικά και τα ενεργειακά προβλήματα των πόλεων. Είναι προφανές λοιπόν ότι η κρίση στην οποία αναφερόσαστε είναι αδύνατο να αντιμετωπιστεί εάν δεν υπάρξει μέριμνα για μία από τις σημαντικότερες συνιστώσες αυτής. Τα φυτοδώματα ήδη διαδραματίζουν έναν ρόλο με βαρύνουσα σημασία στην ενεργειακή και περιβαλλοντική κρίση του αστικού τοπίου και η οποία έχει ήδη αναλυθεί. Στην οικονομική κρίση τα φυτοδώματα έχουν αναδείξει και υποστηρίξει πληθώρα επαγγελμάτων και πιστεύω πως θα συνεχίσουν το ρόλο τους αυτό με αυξανόμενο ρυθμό. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι για τη μελέτη και την κατασκευή των φυτοδωμάτων απασχολούνται εξορυκτικές εταιρείες, μεταφορείς, γεωπόνοι, αρχιτέκτονες τοπίου, παραγωγοί κομπόστ, φυτωριούχοι και κέντρα πολλαπλασιαστικού υλικού, προμηθευτές αρδευτικού, ηλεκτρολογικού και κηποτεχνικού εξοπλισμού, αρχιτέκτονες, πολιτικοί μηχανικοί και άλλοι.
Σε αντίθεση με τα εκτατικά, το κόστος των εντατικών φυτοδωμάτων διαφοροποιείται ανάλογα: α) με το βάθος του υποστρώματος, β) τις υποδομές (αρδευτικό σύστημα, ηλεκτροφωτισμό κ.ά.), γ) τον εξοπλισμό, όπως είναι οι διάφορες κατασκευές (πέργολες, υδατοκατασκευές, φωτιστικά, καθιστικά κ.ά.) και δ) το είδος της φυτοκάλυψης καθώς δένδρα μεγάλου μεγέθους αυξάνουν το κόστος. Το κόστος ενός εντατικού φυτοδώματος ξεκινάει από 120 € m-2 περίπου, ενώ όπως γίνεται κατανοητό από την παραπάνω ανάλυση δεν υπάρχει συγκεκριμένο ανώτατο όριο.
Η χρονική απόσβεση ενός φυτοδώματος με κόστος κατασκευής 80 € m-2 υπολογίζεται σε 10 περίπου έτη υπολογίζοντας την εξοικονόμηση από τη μακροζωία των υλικών της στέγης και την εξοικονόμηση από την κτιριακή ενέργεια. Όμως στην απόσβεση αυτή είναι δύσκολο να συμπεριληφθούν και όλα τα περιβαλλοντικά οφέλη των φυτοδωμάτων που προαναφέρθηκαν. Ως παράδειγμα αναφέρεται η απόφαση πόλεων της Γερμανίας, του Καναδά και των ΗΠΑ να επιχορηγούν την κατασκευή φυτοδωμάτων, καθώς η εγκατάστασή τους μείωνε τα πλημμυρικά συμβάντα και τους επέτρεπε να υποδιαστασιολογούν τους δημοτικούς αγωγούς των όμβριων υδάτων.
Κ.Κ.: Πιστεύετε πως τα κτίρια των πόλεων μπορούν να παίξουν έναν ιδιαίτερο ρόλο στην αντιμετώπιση της ενεργειακής, οικονομικής και περιβαλλοντικής κρίσης των τελευταίων χρόνων;
Π. Ν.: Όλοι οι επαγγελματικοί κλάδοι που συμμετέχουν στη μελέτη και κατασκευή των κτιρίων οφείλουν να αλλάξουν τη νοοτροπία και τον τρόπο σκέψης και σύλληψης του κτιριακού σχεδιασμού καθώς τα ίδια τα κτίρια αποτελούν έναν από τους πρωταίτιους, τόσο για την οπτική υποβάθμιση των σύγχρονων αστικών κέντρων, όσο και για τα περιβαλλοντικά και τα ενεργειακά προβλήματα των πόλεων. Είναι προφανές λοιπόν ότι η κρίση στην οποία αναφερόσαστε είναι αδύνατο να αντιμετωπιστεί εάν δεν υπάρξει μέριμνα για μία από τις σημαντικότερες συνιστώσες αυτής. Τα φυτοδώματα ήδη διαδραματίζουν έναν ρόλο με βαρύνουσα σημασία στην ενεργειακή και περιβαλλοντική κρίση του αστικού τοπίου και η οποία έχει ήδη αναλυθεί. Στην οικονομική κρίση τα φυτοδώματα έχουν αναδείξει και υποστηρίξει πληθώρα επαγγελμάτων και πιστεύω πως θα συνεχίσουν το ρόλο τους αυτό με αυξανόμενο ρυθμό. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι για τη μελέτη και την κατασκευή των φυτοδωμάτων απασχολούνται εξορυκτικές εταιρείες, μεταφορείς, γεωπόνοι, αρχιτέκτονες τοπίου, παραγωγοί κομπόστ, φυτωριούχοι και κέντρα πολλαπλασιαστικού υλικού, προμηθευτές αρδευτικού, ηλεκτρολογικού και κηποτεχνικού εξοπλισμού, αρχιτέκτονες, πολιτικοί μηχανικοί και άλλοι.
Κ.Κ.: Σε ποιο βαθμό η λύση των φυτοδωμάτων μπορεί να επηρεάσει τη σύγχρονη (ή μελλοντική) αρχιτεκτονική σκέψη;
Π. Ν.: Τα σύγχρονα κτίρια τόσο σε διεθνές όσο και σε ελληνικό επίπεδο έχουν επηρεαστεί σημαντικά από τις νέες δυνατότητες σχεδιασμού που προσφέρουν τα φυτοδώματα και οι κάθετοι κήποι. Για το λόγο αυτό παρατηρείται σημαντική αύξηση των εγχώριων και διεθνών αρχιτεκτονικών λύσεων, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν ή σχεδιάζονται με βάση τη φυτοκάλυψη κτιριακών επιφανειών. Η επιρροή των φυτοδωμάτων και των κάθετων κήπων είναι συνεχώς αυξανόμενη και πλέον η φυτοκάλυψη του κτιρίου έχει μετατραπεί σε κύριο εστιακό του σημείο, όπως σε διάφορες αρχιτεκτονικές λύσεις των Jean Nouvelle, Renzo Piano, BIG, Vector Architects, Τομπάζη, ISV και άλλων πολλών.
Όμως θα ήθελα να τονίσω ότι τα ευεργετικά οφέλη των φυτοκαλυμμένων δωμάτων μπορούν να αποκτήσουν υπόσταση και σημαντικότητα μόνο εάν δημιουργηθεί μία ικανή μάζα από αυτά. Για το λόγο αυτό θεωρώ περισσότερο σημαντικές τις λύσεις που θα προάγουν τη φυτοκάλυψη στα υφιστάμενα κτίρια καθώς αυτά καταλαμβάνουν τη συντριπτική πλειοψηφία του δομημένου αστικού χώρου, και συνήθως βρίσκονται στα σημεία όπου παρατηρείται εντονότερη υποβάθμιση του αστικού τοπίου με ταυτόχρονη ανάπτυξη θερμικών αστικών νησίδων (κέντρο της Αθήνας-Ομόνοια-Μεταξουργείο, Δυτικά προάστια).
Κ.Κ.: Σχετικά πρόσφατα ο κινεζικής καταγωγής φυσικός και νομπελίστας Στίβεν Τσου, διατύπωσε μια αρκετά ενδιαφέρουσα πρόταση για την αποφυγή της υπερθέρμανσης του πλανήτη: Να βάψουμε τις στέγες των κτιρίων όλων των μεγάλων πόλεων της γης εντελώς λευκές, στα πρότυπα των παραδοσιακών σπιτιών του Αιγαίου. Ποια πιστεύετε πως είναι τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα αυτής της λύσης σε σχέση με τα φυτοδώματα, έχοντας πάντα σαν κριτήριο τόσο το κόστος όσο και την αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος;
Π. Ν.: Πιστεύω πως η προσέγγιση βρίσκεται σε θεωρητική βάση προκειμένου να τονιστεί η χρησιμότητα των ανακλαστικών υλικών και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Το πρόβλημα με την οριζόντια αυτή προσέγγιση είναι ότι δεν αντιλαμβάνεται και κατ’ επέκταση δεν αντιμετωπίζει τη δομή των σύγχρονων πόλεων καθώς και τις ιδιαιτερότητες των προτεινόμενων υλικών. Για παράδειγμα μία πόλη όπως η Αθήνα διαθέτει κτίρια με εντελώς διαφορετικά μεγέθη και ύψη εντός του αυτού οικοδομικού τετραγώνου, ενώ επιπλέον έχει και έντονο φυσικό ανάγλυφο. Ως εκ τούτου η χρήση ανακλαστικών βαφών πιθανότατα θα αντανακλάται προς τα υπόλοιπα κτίρια ενώ υπάρχουν αναφορές και για μείωση της αποτελεσματικότητάς τους σε περιοχές με αυξημένη αέρια ρύπανση λόγω της επικάθισης των ρύπων και της σταδιακής μείωσης της ανακλαστικής τους ικανότητας. Για το λόγο αυτό απαιτείται πλύση των ανακλαστικών οροφών, όπου φυσικά καταναλώνεται και νερό. Γενικά τα φυτοδώματα υπερτερούν σε σύγκριση με τις ανακλαστικές βαφές καθώς: α) η διάρκεια ζωής τους (τουλάχιστον 20 έτη) είναι πολλαπλάσια αυτής των ανακλαστικών δωμάτων (5 έτη), β) απορροφούν, δεσμεύουν και μετατρέπουν τμήμα της ηλιακής ακτινοβολίας λόγω της ύπαρξης του φυτικού υλικού, γ) ο χώρος του φυτοδώματος ανακτάται αισθητικά και χρηστικά, ενώ στις ανακλαστικές οροφές η προσπέλαση στο δώμα απαγορεύεται ή αποτρέπεται και δ) τα ανακλαστικά υλικά συγκρίνονται με ένα μόνο από τα πολλαπλά περιβαλλοντικά οφέλη που μπορεί να επιτευχθούν από τη χρήση των φυτοδωμάτων και τα οποία αναφέρθηκαν προηγουμένως. Αυτό δε σημαίνει πως αχρηστεύονται τα πλεονεκτήματα των ανακλαστικών βαφών αλλά ότι στα πάντα απαιτείται μέτρο και πιθανότατα συνύπαρξη των διαφόρων τεχνολογιών.
Θα ήθελα να τονίσω ότι για το θέμα της θερμικής συμπεριφοράς διαφόρων τύπων φυτοδωμάτων ολοκληρώνεται έρευνα σε συνεργασία με το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ) σε διδακτορικό επίπεδο, με ενδιαφέροντα αποτελέσματα βάση των οποίων θα διευκολυνθεί η επιλογή των διαφόρων τύπων και υλικών φυτοδωμάτων από τους μελετητές και τους τελικούς χρήστες.
Κ.Κ.: Πώς έχει συμβάλει το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στην έρευνα για την επιχειρηματική ανάπτυξη των φυτοδωμάτων στη χώρα μας;
Π. Ν.: Το Εργαστήριο Ανθοκομίας και Αρχιτεκτονικής Τοπίου (ΕΑΑΤ) έχει δραστηριοποιηθεί ερευνητικά από το 1999, διερευνώντας διάφορες παραμέτρους σχετικά με τα φυτοδώματα εντατικού τύπου. Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής εντάσσεται και η συμμετοχή του ΕΑΑΤ στη μελέτη και κατασκευή του μεγαλύτερου φυτοδώματος εντατικού τύπου στην Ελλάδα, που βρίσκεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει παρουσιάσει η έρευνα που έχει ολοκληρωθεί σχετικά με την έκπλυση αγροχημικών από συστήματα φυτοδωμάτων.
Από το 2006 η έρευνα του ΕΑΑΤ έχει προσανατολιστεί στα φυτοδώματα εκτατικού και ημι-εκτατικού τύπου όσον αφορά την επιλογή υποστρωμάτων και τη χρήση της αυτοφυούς ελληνικής χλωρίδας καθώς και την αντοχή της στην υδατική καταπόνηση. Η έρευνα αυτή διευκολύνεται και από την ύπαρξη ερευνητικού φυτοκαλυμμένου δώματος στο χώρο του ΓΠΑ. Επιπλέον υπάρχει η προαναφερθείσα ερευνητική δραστηριότητα σε συνεργασία με το ΚΑΠΕ, σχετικά με την επίδραση διαφόρων τύπων φυτοδώματος στην εξοικονόμηση της κτιριακής ενέργειας, ενώ πρόσφατα ξεκίνησε συνεργασία με δύο ακόμα τμήματα του ΓΠΑ για θέματα που αφορούν το κόστος κατασκευής και απόσβεσης των φυτοδωμάτων (Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης) και τη δυνατότητα εγκατάστασης, απόδοσης, ποιότητας και ασφάλειας λαχανευόμενων και αρωματικών ειδών σε αστικά φυτοδώματα (Τμήμα Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων σε συνεργασία και με το Εργαστήριο Κηπευτικών Καλλιεργειών). Έχει επίσης ξεκινήσει και ερευνητική δραστηριότητα σχετικά με την εγκατάσταση και διαχείριση κάθετων κήπων.
Επιπλέον, το ΕΑΑΤ λόγω της ειδικότητας της Αρχιτεκτονικής Τοπίου η οποία διδάσκεται και ερευνάται σε προπτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο, έχει παράξει σημαντικό αριθμό σχεδιαστικών προτάσεων που αφορούν τη φυτοκάλυψη δωμάτων σχολείων, δημόσιων κτιρίων, ολυμπιακών κτιρίων κ.ά.
Η συνέντευξη δόθηκε τον Ιανουάριο 2010, για το περιοδικό ΟΔΗΓΟΣ για τον ΚΗΠΟ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ: Κυριάκος Κοσμάς
Leave A Comment