Οι μέλισσες έχουν την ικανότητα να παράγουν διάφορες ουσίες που τις χρησιμοποιούν προς όφελος της βιωσιμότητας του μελισσιού. Παράλληλα αποτελούν και σημαντικά προϊόντα που μπορούν να συλλεχθούν και να αξιοποιηθούν από τον μελισσοκόμο. Εκτός από το μέλι που οπωσδήποτε αποτελεί το βασικό προϊόν ενός μελισσιού, υπάρχουν κι άλλα προϊόντα που μπορούν να συλλεχθούν παράλληλα. Ο βασιλικός πολτός και η γύρη, τροφές πλούσιες σε θρεπτική αξία, όπως και η πρόπολη ή το κερί χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία φαρμάκων, καλλυντικών καθώς και στην διατροφή του ανθρώπου. Επιπλέον, υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην έρευνα τα τελευταία χρόνια, για την επίδραση του δηλητηρίου της μέλισσας, στη θεραπεία διάφορων ασθενειών. Η παραγωγή και συλλογή κι άλλων προϊόντων εκτός από το μέλι, πρέπει να γίνεται με προσοχή και γνωρίζοντας ο κάθε μελισσοκόμος καλά τις τεχνικές που ακολουθεί αλλά και τα μελίσσια που τις εφαρμόζει διότι συνήθως παρατηρείται μείωση στη συνολική παραγωγή μελιού καθώς και αποδυνάμωση του μελισσιού.

Το μέλι.

Σύμφωνα με την Κοινοτική Νομοθεσία (Οδηγία 2001/11Ο/ΕΚ του Συμβουλίου), μέλι ορίζεται η φυσική γλυκιά ουσία που παράγουν οι μέλισσες του είδους Apis mellifera από το νέκταρ των φυτών ή από εκκρίσεις ζώντων μερών φυτών ή εκκρίματα εντόμων απομυζούντων φυτά ευρισκόμενα πάνω στα ζώντα μέρη των φυτών, τα οποία οι μέλισσες συλλέγουν, μετατρέπουν αναμειγνύοντας με ειδικές ύλες του σώματός τους, αποθέτουν, αφυδατώνουν, εναποθηκεύουν και φυλάσ-σουν στις κηρήθρες της κυψέλης, προκειμένου να ωριμάσουν.

Στο νέκταρ υπάρχουν αρωματικές ουσίες όπου οι μέλισσες καταφέρνουν και περνούν μέσα στο μέλι, δίνοντας έτσι χαρακτηριστικό άρωμα, γεύση και χρώμα σε κάθε τύπο μελιού. Το μέλι παίρνει την ονομασία του από το είδος του φυτού από το οποίο έχει προέλθει ή έχει συνεισφέρει τουλάχιστον κατά 50% στην παραγωγή του. Στην Ελλάδα παράγεται ετησίως περίπου ποσότητα 13.000 τόνων μελιού, με το μεγαλύτερο ποσοστό (σχεδόν 70%) να είναι το πευκόμελο, και ακολουθούν άλλοι τύποι μελιού όπως το θυμαρίσιο, ελάτης, βαμβακιού, πορτοκαλιού.

Το μέλι είναι πολυσύνθετο μίγμα που αποτελείται κατά 80% από σάκχαρα (φρουκτόζη, γλυκόζη, σουκρόζη και πολλά άλλα σε μικρότερες ποσότητες), περίπου 17% νερό καθώς επίσης και άλλες ουσίες όπως είναι τα μεταλλικά στοιχεία (με κυριότερο το κάλιο και ακολουθούν το νάτριο, ασβέστιο, σίδηρος κ.ά.) και ένζυμα. Σε μικρότερες ποσότητες περιέχονται βιταμίνες, πρωτεΐνες και αμινοξέα. Μάλιστα, το αμινοξύ προλίνη, που βρίσκεται σε μεγαλύτερη αφθονία στο μέλι, χρησιμοποιείται και σαν δείκτης ποιότητας. Το μέλι έχει υψηλό ιξώδες (είναι παχύρευστο) και όξινο pH που κυμαίνεται από 3,3 έως 5,9, χαρακτηριστικό που δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μικροοργανισμών.

Γενικά ύστερα από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα όλα τα μέλια (κυρίως τα ανθόμελα) κρυσταλλώνουν. Η κρυστάλλωση είναι μια φυσιολογική ιδιότητα του μελιού, όπου οφείλεται στην συμπύκνωση των μορίων της γλυκόζης. Για την αποφυγή της κρυστάλλωσης η θερμοκρασία διατήρησης του μελιού θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 15οC. Η κρυστάλλωση του μελιού εξαρτάται από τον τύπο, την περιεκτικότητα σε γλυκόζη (όσο υψηλότερη η ποσότητά της τόσο πιο πιθανή είναι η κρυστάλλωση), το ποσοστό της υγρασίας (όσο λιγότερο τόσο πιο πιθανό να κρυσταλλώσει). Η κρυστάλλωση του μελιού δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη νοθεία του μελιού και δεν πρέπει να συγχέεται. Πιο γρήγορα κρυσταλλώνουν το μέλι πορτοκαλιού και βαμβακιού (σχεδόν σε 2 μήνες). Το θυμαρίσιο κρυσταλλώνει μετά από 1 – 1,5 έτος. Το πευκόμελο και το μέλι από έλατο κρυσταλλώνουν πολύ σπάνια ή και καθόλου.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό φαινόμενο που μπορεί να παρατηρηθεί στο μέλι είναι η ζύμωση. Η ζύμωση (ξύνισμα) του μελιού οφείλεται στην ανάπτυξη μυκήτων ανθεκτικών στα σάκχαρα. Αυτοί οι ζυμομύκητες όπως ονομάζονται, προκαλούν μετατροπή των σακχάρων σε αλκοόλη και διοξείδιο του άνθρακα. Παράγοντες που ευνοούν τη ζύμωση του μελιού είναι κυρίως τα υψηλά ποσοστά υγρασίας (πάνω από 19%) και η αποθήκευση του προϊόντος σε θερμοκρασίες πάνω από 15οC. Η θέρμανση του μελιού σε συγκεκριμένη θερμοκρασία και για ορισμένο χρόνο καταστρέφει τους ζυμομύκητες. Η θέρμανση του μελιού μπορεί να βοηθήσει επίσης, στη μη κρυστάλλωση. Θέρμανση για δύο λεπτά στους 76-85οC, δεν επηρεάζει και το άρωμα του μελιού. Το άρωμα του μελιού είναι ξεχωριστό και διαφέρει ανάλογα με τον τύπο του μελιού. Τα αρώματα είναι ευαίσθητα στη θέρμανση του μελιού ή στην αποθήκευση σε ακατάλληλες συνθήκες.

Βασιλικός πολτός

Είναι ένα σύνθετο μίγμα που παράγεται στους υποφαρυγγικούς αδένες των νεαρών εργατριών και χρησιμοποιείται ως τροφή για τις προνύμφες των βασιλισσών. Επιπλέον και οι προνύμφες που προορίζονται για εργάτριες μέλισσες, τρέφονται κατά τις πρώτες μέρες με βασιλικό πολτό ενώ τις υπόλοιπες με ένα άλλο μίγμα γύρης και μελιού που ονομάζεται εργατικός πολτός και είναι χαμηλότερης θερμιδικής αξίας. Ο βασιλικός πολτός έχει λευκό γυαλιστερό χρώμα, γαλακτώδη υφή και υπόπικρη, ξινή γεύση. Το pH του είναι όξινο και κυμαίνεται μεταξύ 3,4-4,5. Είναι πολύ πλούσια ουσία και αρκετά πολύπλοκη. Αποτελείται κατά 67% από νερό, 12,5% πρωτεΐνες, 11% σάκχαρα (φρουκτόζη, γλυκόζη, σουκρόζη κ.α.), ενώ περιέχει λιπαρά οξέα, τέφρα (μεταλλικά άλατα: κάλιο, μαγνήσιο, νάτριο ασβέστιο κ.α.), ιχνοστοιχεία, βιταμίνες και άλλες ουσίες.

Η συλλογή του βασιλικού πολτού γίνεται συνήθως από τα βασιλικά κελιά σμηνουργίας, αφού προηγουμένως έχει αφαιρεθεί ο γόνος. Καλύτερη περίοδο συλλογής είναι η άνοιξη. Επιπλέον, ένας άλλος τρόπος παραγωγής βασιλικού πολτού είναι με τη μέθοδο του εμβολιασμού. Με βάση τη μέθοδο αυτή, σε βασιλικά κελιά εμβολιάζεται γόνος εργατριών μελισσών και τοποθετούνται σε δυνατά μελίσσια που συνήθως δεν έχουν βασίλισσα. Τρεις μέρες αργότερα από τα κελιά αφαιρείται ο γόνος και συλλέγεται ο βασιλικός πολτός. Η διαδικασία αυτή μπορεί να επαναληφθεί αρκετές φορές. Κατά μέσο όρο ένα βασιλικό κελί δίνει 0,25 gr. βασιλικού πολτού. Η διατήρηση του βασιλικού πολτού είναι σχετικά εύκολη. Μετά τη συλλογή, γίνεται φιλτράρισμα του πολτού με λεπτό πανί και τοποθετείται στο ψυγείο ή στην κατάψυξη όπου διατηρείται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Απαραίτητο είναι να τοποθετηθεί σε δοχείο το οποίο σφραγίζει ερμητικά έτσι ώστε να μην έρχεται ο πολτός σε επαφή με το οξυγόνο της ατμόσφαιρας και να καλύπτεται με αλουμινόχαρτο για να μην περνάει το φως.

Ο βασιλικός πολτός διατίθεται στην αγορά νωπός ή κατεψυγμένος, ενώ κυκλοφορεί σε χάπια, κάψουλες ή αναμεμειγμένος με μέλι. Ο βασιλικός πολτός χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική καθώς και στην θεραπεία ασθενειών όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα.

Το γενετικό υλικό μιας εργάτριας μέλισσας και μιας βασίλισσας είναι το ίδιο. Οποιαδήποτε εργάτρια μέλισσα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε βασίλισσα, αν είχε τραφεί σε κάποιο στάδιο της ανάπτυξής της με βασιλικό πολτό.

Γύρη

Παράγεται από τους ανθήρες των ανθέων των φυτών και συλλέγεται από τις μέλισσες παράλληλα με τη συλλογή του νέκταρος. Η γύρη αποτελεί τροφή υψηλής διατροφικής αξίας για τη θρέψη του γόνου. Οι μέλισσες τη μαζεύουν και την αποθηκεύουν κατά την πτήση τους στα πίσω πόδια τους, σε ειδικό σημείο που ονομάζεται καλαθάκι γύρης. Η χημική σύνθεση της γύρης εμφανίζει μεγάλη διαφοροποίηση διότι συλλέγεται από διάφορα είδη φυτών. Είναι πολύ πλούσια σε πρωτεΐνες, λίπη, βιταμίνες και ανόργανα άλατα. Η γύρη χρησιμοποιείται στη βιομηχανία καλλυντικών και φαρμάκων καθώς και στη διατροφή του ανθρώπου.

Η συλλογή της γύρης για εμπορική χρήση, γίνεται από τον μελισσοκόμο με την εφαρμογή ενός εξαρτήματος, που ονομάζεται  γυρεοπαγίδα και τοποθετείται στην είσοδο της κυψέλης. Η γυρεοπαγίδα είναι κατασκευασμένη συνήθως από ξύλο και μπορεί να συλλέγει σχεδόν το 50% της γύρης που μεταφέρουν οι συλλέκτριες μέλισσες μέσα στην κυψέλη. Η γυρεοπαγίδα προκαλεί δυσκολίες στη φυσιολογική εξέλιξη του μελισσιού καθώς δυσκολεύει την κίνηση των μελισσών προς και από την κυψέλη και μειώνει την ποσότητα της γύρης που είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη του γόνου. Για το λόγο αυτό πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο στα υγιή και πολυπληθή μελίσσια και να αφαιρείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα (7-10 μέρες). Από ένα καλό μελίσσι μπορεί να συλλεχθεί ημερησίως περίπου 200 gr. γύρης.

Οι βασικοί τύποι του ελληνικού μελιού

Μια μέση εργάτρια μέλισσα μπορεί να παράξει μόλις το 1/12 από ένα κουταλάκι του γλυκού μέλι κατά τη διάρκεια της ζωής της.

Το κερί

Το κερί παράγεται στους κηρογόνους αδένες των νεαρών εργατριών (2-3 εβδομάδων) και αρχικά μοιάζει με λέπια, λευκού χρώματος. Το κίτρινο χρώμα που αποκτούν στις κηρήθρες οφείλεται στα καροτινοειδή της γύρης. Οι μέλισσες παράγουν κερί για να κατασκευάσουν φυσικές κηρήθρες. Εξαιτίας των αντιβιοτικών ιδιοτήτων του κεριού, οι μέλισσες καλύπτουν το ώριμο μέλι με κερί και έτσι συντηρείται καλύτερα και για περισσότερο διάστημα. Το κερί σε χαμηλές θερμοκρασίες σχεδόν στερεοποιείται και σπάει ή τρίβεται, λιώνει στους 64οC και βράζει στους 230οC. Διαλύεται σε οργανικούς διαλύτες όπως η βενζίνη και το νέφτι, ενώ παραμένει αδιάλυτη στο νερό. Για να φτιάξει η μέλισσα κερί πρέπει να καταναλώσει μέλι. Έχει παρατηρηθεί ότι η αναλογία παραγωγής κεριού και κατανάλωσης μελιού είναι 1:9.

Η συλλογή του από τον μελισσοκόμο γίνεται την περίοδο του τρύγου του μελιού ή από παλιές κηρήθρες που δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν. Η διαδικασία είναι σχετικά εύκολη και γίνεται με την θέρμανση (λιώσιμο) και το φιλτράρισμα του κεριού. Συνήθως μετά απαιτείται και λεύκανση. Το κερί που συλλέγεται κατά τον τρύγο είναι καλύτερης ποιότητας και πιο καθαρό. Οι μέλισσες παράγουν κερί όταν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος εκτός της κυψέλης είναι μεγαλύτερη από 20οC. Το φυσικό κερί χρησιμοποιείται στη βιομηχανία φαρμάκων και καλλυντικών, στην κατασκευή τεχνητών φύλλων κηρήθρας.

Δηλητήριο της μέλισσας

Είναι ένα μίγμα ουσιών που παράγεται στον αδένα του δηλητηρίου της μέλισσας και αποθηκεύεται στην κύστη του δηλητηρίου, ενώ κατά το τσίμπημα με συσταλτικές κινήσεις μεταφέρεται στο κεντρί της μέλισσας και από εκεί στον οργανισμό που έχει κεντρίσει. Το δηλητήριο παράγεται κατά τα ανήλικα στάδια ανάπτυξης του εντόμου. Ένα ενήλικο άτομο εάν χρησιμοποιήσει το δηλητήριο του δεν μπορεί να το αναπληρώσει. Η συλλογή του δηλητηρίου της μέλισσας επιτυγχάνεται μέσω ειδικών συσκευών οι οποίες τοποθετούνται στο πυθμένα των μελισσιών και με τη χρήση μικρής τάσης ηλεκτρικού ρεύματος προκαλούν το κέντρισμα των μελισσών πάνω στο νάυλον της συσκευής, χωρίς όμως να χάσουν το κεντρί τους και να πεθάνουν. Όταν η πρώτη μέλισσα κεντρίσει πάνω στη συσκευή απελευθερώνει φερομόνη συναγερμού και ύστερα από λίγα λεπτά όλες οι εργάτριες μέλισσες έχουν κεντρίσει και αφήσει το δηλητήριό τους.  Το δηλητήριο χρησιμοποιείται στην ιατρική έρευνα για θεραπεία ασθενειών όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα καθώς και στη φαρμακευτική.

Η πρόπολη

Οι συλλέκτριες μέλισσες μαζεύουν στα καλαθάκια γύρης διάφορες ουσίες όπως ρητίνες και κόμμεα που παράγονται από δασικά (λεύκες, πεύκα κ.α.) και οπωροφόρα δένδρα και τα μεταφέρουν μέσα στην κυψέλη. Με τη σειρά τους οι οικιακές μέλισσες επεξεργάζονται αυτές τις ουσίες, εμπλουτίζοντάς τες με μέλι, κερί και διάφορα ένζυμα. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδιακσίας είναι μια ουσία που ονομάζεται πρόπολη και οι μέλισσες την χρησιμοποιούν κυρίως για προστατευτικούς και απολυμαντικούς λόγους μέσα στο μελίσσι. Συχνά σφραγίζουν τρύπες ή ανοίγματα που δημιουργούνται, ελαττώνουν το μέγεθος της εισόδου της κυψέλης ή τυλίγουν με πρόπολη ζώα που έχουν εισέλθει μέσα σε αυτήν, όπως ποντίκια και τα οποία δεν μπορούν να βγάλουν. Με τη χρήση της πρόπολης δεν δημιουργούνται δυσοσμίες και ανάπτυξη βακτηρίων. Η πρόπολη έχει σκούρο καφέ χρώμα και είναι αδιάλυτη στο νερό, αλλά διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες.

Σε εμπορική κλίμακα η πρόπολη χρησιμοποιείται κυρίως στη βιομηχανία φαρμάκων και καλλυντικών και για το λόγο αυτό θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο καθαρή, φρέσκια και να μην φέρει ξένα υλικά από την κυψέλη (π.χ. ξύλο). Η συλλογή της πρόπολης μπορεί να γίνει με ξύσιμο των σημείων αυτών της κυψέλης που έχει τοποθετηθεί από τις μέλισσες. Για τη συλλογή όσο το δυνατόν πιο καθαρής πρόπολης και σε μεγαλύτερη ποσότητα, δημιουργούνται από τους μελισσοκόμους ανοίγματα σε διάφορα σημεία της κυψέλης ή τοποθετούνται μέσα στην κυψέλη ειδικό πλαστικό πλέγμα με σκοπό να καλυφθεί από πρόπολη. Η πρόπολη μεγαλύτερη από 2 ετών δεν γίνεται δεκτή από τις βιομηχανίες. Σε θερμοκρασίες πάνω από 25οC γίνεται μαλακή ουσία, ενώ σε χαμηλές θερμοκρασίες είναι σκληρή και σπάει εύκολα. Γενικά όμως, η πρόπολη είναι ανεπιθύμητη, διότι νοθεύει το κερί και κολλάει στα πλαίσια της κυψέλης και στα χέρια των μελισσοκόμων.

Κείμενο: Πάνος Λαμπρόπουλος, Γεωπόνος Γ.Π.Α. – M.Sc.